- κρατοβρώς
- κρᾱτο-βρώς, βρῶτος, ὁ, ἡ,A devourer of heads or brains, Lyc. 1066.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατοβρώς — κρατοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλι βρώς, σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek